χύτλον

χύτλον
τὸ, Α
1. μίγμα νερού και λαδιού με το οποίο αλείφονταν μετά το λουτρό
2. στον πληθ. τὰ χύτλα
το νερό για το λουτρό («ὁ μὲν γὰρ ἀμφὶ χύτλα τὰς δυσεξόδους ζητῶν κελεύθους», Λυκόφρ.)
3. τρεχούμενο νερό («πολυδέγμων λόφος, ἐξ οὗ τὰ πάντα χύτλα...», Λυκόφρ.)
4. χοές για τους νεκρούς («Ὀσίριδος ἱερὰ χύτλα», Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ- τής μηδενισμένης βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. χέω* + επίθημα -θλον με ανομοιωτική τροπή τού δασέος -θ- σε -τ- (πρβλ. ἐχέ-τλη, χίμε-τλον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χύτλον — anything that can be poured neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χύτλα — χύτλον anything that can be poured neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χύτλοισι — χύτλον anything that can be poured neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χύτλων — χύτλον anything that can be poured neut gen pl χυτλόω wash imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) χυτλόω wash imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CUNABULA Graecorum — Postquam materfamilias partu viri familiam fundavit, ut loquitur Apuleius, Metam. l. 10. i. e. postquam masculum enixa est, quales δόμων κίονας, domuum columnas, vocant Lycophron et Pindarus, nec immerito, Στύλοι γὰρ οἴκων εἱσὶ παῖδες ἄρσενες.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …   Dictionary of Greek

  • χυτλάζω — Α [χύτλον] 1. αλείφω κάποιον με υδρέλαιο μετά το λουτρό 2. φρ. «χυτλάζω ἐμαυτόν» ξαπλώνομαι, τεντώνομαι (Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • χυτλώ — όω, Α [χύτλον] 1. αλείφω με νερό και λάδι μετά το λουτρό («δῶκεν δὲ χρυσέῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον, ἧος χυτλώσαιτο σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξίν», Ομ. Οδ.) 2. πλένω, λούζω 3. (με αιτ.) ξεπλένω, καθαρίζω («ῥόον... ᾧ κε τόκοιο λύματα χυτλώσαιτο», Καλλ.) …   Dictionary of Greek

  • ĝheu- —     ĝheu     English meaning: to pour     Deutsche Übersetzung: “gießen”     Material: O.Ind. juhō ti, juhutē “ pours in fire, sacrifices “, Passiv hūya tē, hutá ḥ “ sacrificed “, hō man n. “Opferguß, sacrifice, oblation” (= Gk. χεῦμα), hō ma… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”